Χάρης Μανταφούνης - Nakasbookhouse.gr Skip to main content
SKU:
9789607222572

Χάρης Μανταφούνης

€14,40
€16,00
0
No votes yet
Έχοντας παρακολουθήσει το σύνολο των χορογραφιών του Χάρη Μανταφούνη είχα σχηματίσει τη γενική άποψη ότι οι χορογραφίες του επικεντρώνονται στις δομές... ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Λεπτομέρειες βιβλίου

Έχοντας παρακολουθήσει το σύνολο των χορογραφιών του Χάρη Μανταφούνη είχα σχηματίσει τη γενική άποψη ότι οι χορογραφίες του επικεντρώνονται στις δομές των κινητικών δράσεων, όπως και στις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στους χορευτές επί σκηνής. Η άποψή μου αυτή ενισχύθηκε από τις θέσεις που ο ίδιος ο Μανταφούνης διατύπωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που μου παραχώρησε στις αρχές του 2011, από την οποία προέκυψαν δύο πρωταρχικής σημασίας στοιχεία για την έρευνά μου: ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας του έργου του και η προτίμησή του σε
ολιγομελή χορευτικά σχήματα. Οι απόψεις κριτικών του χορού για το έργο του Μανταφούνη, τις οποίες συνέλεξα από άρθρα εφημερίδων, περιοδικά και μελέτες άλλων θεωρητικών, αν και δεν πραγματεύονται διεξοδικά το χορογραφικό του έργο, συγκλίνουν ωστόσο και αυτές στην ίδια κατεύθυνση.

Βασισμένη σε αυτά τα δεδομένα, εντρύφησα στο χορογραφικό του έργο με τα μεθοδολογικά εργαλεία που έχουν καθιερωθεί στη μελέτη του χορού. Κατέληξα στο συμπέρασμα πως η μόνη επαρκής ανάλυση και τα μόνα αξιόπιστα συμπεράσματα σε σχέση με τη μελέτη της κίνησης και των σχέσεων που αναπτύσσονται κινητικά στις χορογραφίες του Μανταφούνη θα μπορούσαν να προκύψουν μόνο με τη συστηματική αξιοποίηση των χορολογικών μεθόδων. Η χορολογία, ως δοκιμασμένη μεθοδολογία ανάλυσης της δομής και του ύφους των χορογραφιών στον χώρο της έρευνας για τον χορό, μπορεί να προσφέρει τεκμηριωμένες πληροφορίες για τις επιλογές αλλά και τον τρόπο που συνθέτει ο χορογράφος. Από το σύνολο του έργου του Μανταφούνη επέλεξα να αναλύσω τις χορογραφίες Ρωμαίος και Ιουλιέττα (1995) και Αιωρήσεις (1998), με την οποία απέσπασε το κρατικό βραβείο καλύτερης χορογραφίας του ίδιου έτους στην Ελλάδα, επειδή και οι δύο ανήκουν στην πιο δημιουργική και ώριμη περίοδο του χορογράφου. Τις θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικές αλλά και ενδεικτικές για την ανάδειξη των κινητικών στοιχείων στα έργα του, δεδομένου ότι με την πρώτη ολοκληρώνεται η κυρίως αφηγηματική φάση του χορογραφικού του έργου με καθορισμένο από τον ίδιο το κινητικό λεξιλόγιο, ενώ με τη δεύτερη σηματοδοτείται η στροφή του στα αμιγώς κινητικά έργα που βασίζονται στον αυτοσχεδιαστικό τρόπο διερεύνησης της κίνησης. Η μελέτη αυτών των δύο διαφορετικών έργων μέσω της ανάλυσης της δομής τους και της αναφοράς στα στοιχεία της παράστασης, σκοπό έχει να προβάλει τις επιλογές του χορογράφου ως προς τις δράσεις της κίνησης και παράλληλα να αναδείξει το ενδιαφέρον του ως προς την ανάπτυξη των σχέσεων. Τα στοιχεία των δράσεων και των σχέσεων συνιστούν δύο από τα πέντε συστατικά της κίνησης και προσδίδουν στο έργο του ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα. Η παρούσα μελέτη αναπτύσσεται σε τρία κυρίως κεφάλαια. Στο πρώτο, αναφέρομαι διεξοδικά στο είδος χορού που ανέπτυξε στην Ελλάδα o Μανταφούνης και σχολιάζω την καινοτομία του σε σχέση με τα ρεύματα της εκάστοτε εποχής. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι οι επιλογές του αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την ανανέωση του χορού στην Ελλάδα. Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται διεξοδική αναφορά στις πρακτικές που χρησιμοποιεί στη σύνθεση της χορογραφίας ο Μανταφούνης, σκιαγραφείται ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται τα στοιχεία της παράστασης και προσδιορίζονται οι επιδράσεις που δέχθηκε από τα δύο κύρια ρεύματα της εποχής του, τον μοντέρνο και τον μεταμοντέρνο χορό. Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζω κατά τρόπο συνοπτικό και περιεκτικό την ανάλυση της χορολογικής μεθόδου που ακολουθώ στην παρούσα μελέτη. Χωρίς να διεκδικεί εύσημα διεξοδικής παρουσίασης και σχολιασμού της συγκεκριμένης μεθόδου, η παρουσίαση αυτή επιδιώκει να δώσει μία όσο γίνεται πιο σαφή και εμπεριστατωμένη εικόνα, η οποία να συμβαδίζει με τη στόχευση και τις ανάγκες που απορρέουν από την ανάλυση των δύο χορογραφιών του Μανταφούνη. Ακολουθεί η ανάλυση καθεμιάς από τις δύο χορογραφίες με βάση τη σημειογραφική μέθοδο Laban, η οποία, για την εξαγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων, συνοδεύεται και από την ανάλυση των στοιχείων της παράστασης. Η μελέτη καταλήγει με τη σύνοψη των πορισμάτων. Έκρινα σκόπιμο να παραθέσω αποσπάσματα από τη συνέντευξη που μου παραχώρησε ο Μανταφούνης: ως πρωτογενής πηγή, βασίστηκε σε ανοικτού τύπου ερωτήσεις, οι οποίες αναπροσαρμόζονταν κατά τη διάρκεια της συζήτησης-συνέντευξης. Η συνέντευξη ως βασικό μεθοδολογικό εργαλείο της ποιοτικής μεθόδου έρευνας είχε ως στόχο να συγκεντρωθούν πληροφορίες σχετικά με την υποκειμενική εμπειρία, όπως αυτή αποκαλύπτεται μέσω της προσωπικής αφήγησης της ζωής του χορογράφου (βλ. Clarke 1999, Λυδάκη 2001). Επεξεργάστηκα και ανέλυσα το πραγματολογικό υλικό της συνέντευξης και επέλεξα συγκεκριμένα αποσπάσματα τα οποία και εντάσσω σε αυτή τη μελέτη. Παράλληλα, θεώρησα απαραίτητο να αναδημοσιεύσω την ανακοίνωσή του από τα πρακτικά του συνεδρίου που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Υποτρόφων του Κοινωφελούς Ιδρύματος Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης με τίτλο "Η Τέχνη του χορού σήμερα: εκπαίδευση, παραγωγή, παράσταση" (Αθήνα, 9 και 10 Νοεμβρίου 2002), επειδή είναι η μόνη δημόσια τοποθέτηση που ο χορογράφος διατύπωσε ενώπιον ειδικών του χορού με σαφή γνώση του αντικειμένου, ειδικά όσον αφορά την πορεία του χορού και τις διαιτερότητές του στην Ελλάδα. Το κείμενο αυτό, σε συνδυασμό με τη συνέντευξη που μου παραχώρησε ο χορογράφος, στάθηκε χρήσιμος αρωγός στην πορεία της έρευνάς μου. Τέλος, εκτιμώντας ότι ο μελλοντικός ερευνητής του χορού μπορεί να χρησιμοποιήσει το υλικό αυτής της μελέτης, για να αναδείξει άλλες πτυχές του έργου του, θεώρησα σκόπιμο να παραθέσω στο παράρτημα την πλήρη εργογραφία της "Ομάδας Σύγχρονου Χορού του Χάρη Μανταφούνη". Στην πορεία της έρευνάς μου μελέτησα διεξοδικά το αρχείο του Μανταφούνη, ενώ επίσης έκανα επιτόπια έρευνα: στα αρχεία του διεθνούς διαγωνισμού χορογραφίας του Bagnolet και στη βιβλιοθήκη του Centre National de la Danse στο Παρίσι, στα αρχεία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και του Εθνικού Θεάτρου στην Αθήνα, στη βιβλιοθήκη της Κρατικής Σχολής Ορχηστικής Τέχνης (Κ.Σ.Ο.Τ.) στην Αθήνα, στη βιβλιοθήκη του Κέντρου Χορού Καλαμάτας, στα αρχεία του Φεστιβάλ Αθηνών - πιδαύρου καθώς και στα αρχεία της Πολιτιστικής Εταιρείας του Δήμου Πατρών, στη βιβλιοθήκη του Θεατρικού Μουσείου, στις βιβλιοθήκες των Τμημάτων Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών, του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου στο Ναύπλιο και του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Θεώρησα απαραίτητο να χρησιμοποιήσω ως πηγές τα προγράμματα και τα δελτία τύπου των παραστάσεων, ενώ παράλληλα αξιοποίησα όλες τις διαδικτυακές πηγές που περιείχαν κριτικές, σχόλια και αναφορές στον Μανταφούνη. Ο λόγος που ανέτρεξα σε αυτές τις πηγές είναι επειδή τα παραπάνω στοιχεία, τα οποία συνιστούν πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές - γραπτές, οπτικές και ακουστικές - στην ιστορική έρευνα του χορού ως τέχνης (Layson 1994: 18-21), συγκροτούν ακόμη και σήμερα τις μόνες πηγές που υπάρχουν για τον Μανταφούνη στην ελληνική βιβλιογραφία. Καταλήγοντας, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τις συναδέλφους μου Βάσω Μπαρμπούση, Μαρία Τσουβαλά, Μαρίζα Βινιεράτου και Μαρία Κουτσούμπα, με τις οποίες συζήτησα το θέμα της παρούσας μελέτης σε προγενέστερα στάδια επεξεργασίας της. Ευχαριστώ επίσης την Τιτίκα Καραβία, θεωρητικό της λογοτεχνίας, για τις γόνιμες συζητήσεις μας σε θέματα αφηγηματικότητας και υπερκειμένων και τον κλασικό φιλόλογο Άγι Μαρίνη για τις χρήσιμες παρατηρήσεις του. Τέλος, θα ήθελα να επισημάνω ότι το έναυσμα για τη συγγραφή αυτής της μελέτης αποτέλεσαν οι παραδόσεις μου στην Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης (Κ.Σ.Ο.Τ.), στο πλαίσιο του μαθήματος της χορολογίας του ακαδημαϊκού έτους 2006-2007, και ειδικότερα οι συζητήσεις που είχα για το έργο του Μανταφούνη με τους τότε φοιτητές και τις φοιτήτριές μου, τους οποίους αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω.

ISBN:
9789607222572
Εκδόσεις:
Συγγραφέας:
Μέγεθος: 
24x17
Σελίδες: 
132
Έτος: 
2012
Η Κάτια Σαβράμη, χορολόγος-αναλύτρια κίνησης, κάτοχος Μ.Α. και Ph.D. από το Laban Centre του City University του Λονδίνου, σπούδασε χορό στη Σχολή Ραλλού Μάνου στην Αθήνα, Φυσική Αγωγή στο Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης, Χορολογικές Σπουδές, Χορογραφία και Εκπαίδευση στο Laban Centre του Λονδίνου.

Έχοντας παρακολουθήσει το σύνολο των χορογραφιών του Χάρη Μανταφούνη είχα σχηματίσει τη γενική άποψη ότι οι χορογραφίες του επικεντρώνονται στις δομές των κινητικών δράσεων, όπως και στις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στους χορευτές επί σκηνής. Η άποψή μου αυτή ενισχύθηκε από τις θέσεις που ο ίδιος ο Μανταφούνης διατύπωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που μου παραχώρησε στις αρχές του 2011, από την οποία προέκυψαν δύο πρωταρχικής σημασίας στοιχεία για την έρευνά μου: ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας του έργου του και η προτίμησή του σε
ολιγομελή χορευτικά σχήματα. Οι απόψεις κριτικών του χορού για το έργο του Μανταφούνη, τις οποίες συνέλεξα από άρθρα εφημερίδων, περιοδικά και μελέτες άλλων θεωρητικών, αν και δεν πραγματεύονται διεξοδικά το χορογραφικό του έργο, συγκλίνουν ωστόσο και αυτές στην ίδια κατεύθυνση.

Βασισμένη σε αυτά τα δεδομένα, εντρύφησα στο χορογραφικό του έργο με τα μεθοδολογικά εργαλεία που έχουν καθιερωθεί στη μελέτη του χορού. Κατέληξα στο συμπέρασμα πως η μόνη επαρκής ανάλυση και τα μόνα αξιόπιστα συμπεράσματα σε σχέση με τη μελέτη της κίνησης και των σχέσεων που αναπτύσσονται κινητικά στις χορογραφίες του Μανταφούνη θα μπορούσαν να προκύψουν μόνο με τη συστηματική αξιοποίηση των χορολογικών μεθόδων. Η χορολογία, ως δοκιμασμένη μεθοδολογία ανάλυσης της δομής και του ύφους των χορογραφιών στον χώρο της έρευνας για τον χορό, μπορεί να προσφέρει τεκμηριωμένες πληροφορίες για τις επιλογές αλλά και τον τρόπο που συνθέτει ο χορογράφος. Από το σύνολο του έργου του Μανταφούνη επέλεξα να αναλύσω τις χορογραφίες Ρωμαίος και Ιουλιέττα (1995) και Αιωρήσεις (1998), με την οποία απέσπασε το κρατικό βραβείο καλύτερης χορογραφίας του ίδιου έτους στην Ελλάδα, επειδή και οι δύο ανήκουν στην πιο δημιουργική και ώριμη περίοδο του χορογράφου. Τις θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικές αλλά και ενδεικτικές για την ανάδειξη των κινητικών στοιχείων στα έργα του, δεδομένου ότι με την πρώτη ολοκληρώνεται η κυρίως αφηγηματική φάση του χορογραφικού του έργου με καθορισμένο από τον ίδιο το κινητικό λεξιλόγιο, ενώ με τη δεύτερη σηματοδοτείται η στροφή του στα αμιγώς κινητικά έργα που βασίζονται στον αυτοσχεδιαστικό τρόπο διερεύνησης της κίνησης. Η μελέτη αυτών των δύο διαφορετικών έργων μέσω της ανάλυσης της δομής τους και της αναφοράς στα στοιχεία της παράστασης, σκοπό έχει να προβάλει τις επιλογές του χορογράφου ως προς τις δράσεις της κίνησης και παράλληλα να αναδείξει το ενδιαφέρον του ως προς την ανάπτυξη των σχέσεων. Τα στοιχεία των δράσεων και των σχέσεων συνιστούν δύο από τα πέντε συστατικά της κίνησης και προσδίδουν στο έργο του ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα. Η παρούσα μελέτη αναπτύσσεται σε τρία κυρίως κεφάλαια. Στο πρώτο, αναφέρομαι διεξοδικά στο είδος χορού που ανέπτυξε στην Ελλάδα o Μανταφούνης και σχολιάζω την καινοτομία του σε σχέση με τα ρεύματα της εκάστοτε εποχής. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι οι επιλογές του αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την ανανέωση του χορού στην Ελλάδα. Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται διεξοδική αναφορά στις πρακτικές που χρησιμοποιεί στη σύνθεση της χορογραφίας ο Μανταφούνης, σκιαγραφείται ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται τα στοιχεία της παράστασης και προσδιορίζονται οι επιδράσεις που δέχθηκε από τα δύο κύρια ρεύματα της εποχής του, τον μοντέρνο και τον μεταμοντέρνο χορό. Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζω κατά τρόπο συνοπτικό και περιεκτικό την ανάλυση της χορολογικής μεθόδου που ακολουθώ στην παρούσα μελέτη. Χωρίς να διεκδικεί εύσημα διεξοδικής παρουσίασης και σχολιασμού της συγκεκριμένης μεθόδου, η παρουσίαση αυτή επιδιώκει να δώσει μία όσο γίνεται πιο σαφή και εμπεριστατωμένη εικόνα, η οποία να συμβαδίζει με τη στόχευση και τις ανάγκες που απορρέουν από την ανάλυση των δύο χορογραφιών του Μανταφούνη. Ακολουθεί η ανάλυση καθεμιάς από τις δύο χορογραφίες με βάση τη σημειογραφική μέθοδο Laban, η οποία, για την εξαγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων, συνοδεύεται και από την ανάλυση των στοιχείων της παράστασης. Η μελέτη καταλήγει με τη σύνοψη των πορισμάτων. Έκρινα σκόπιμο να παραθέσω αποσπάσματα από τη συνέντευξη που μου παραχώρησε ο Μανταφούνης: ως πρωτογενής πηγή, βασίστηκε σε ανοικτού τύπου ερωτήσεις, οι οποίες αναπροσαρμόζονταν κατά τη διάρκεια της συζήτησης-συνέντευξης. Η συνέντευξη ως βασικό μεθοδολογικό εργαλείο της ποιοτικής μεθόδου έρευνας είχε ως στόχο να συγκεντρωθούν πληροφορίες σχετικά με την υποκειμενική εμπειρία, όπως αυτή αποκαλύπτεται μέσω της προσωπικής αφήγησης της ζωής του χορογράφου (βλ. Clarke 1999, Λυδάκη 2001). Επεξεργάστηκα και ανέλυσα το πραγματολογικό υλικό της συνέντευξης και επέλεξα συγκεκριμένα αποσπάσματα τα οποία και εντάσσω σε αυτή τη μελέτη. Παράλληλα, θεώρησα απαραίτητο να αναδημοσιεύσω την ανακοίνωσή του από τα πρακτικά του συνεδρίου που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Υποτρόφων του Κοινωφελούς Ιδρύματος Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης με τίτλο "Η Τέχνη του χορού σήμερα: εκπαίδευση, παραγωγή, παράσταση" (Αθήνα, 9 και 10 Νοεμβρίου 2002), επειδή είναι η μόνη δημόσια τοποθέτηση που ο χορογράφος διατύπωσε ενώπιον ειδικών του χορού με σαφή γνώση του αντικειμένου, ειδικά όσον αφορά την πορεία του χορού και τις διαιτερότητές του στην Ελλάδα. Το κείμενο αυτό, σε συνδυασμό με τη συνέντευξη που μου παραχώρησε ο χορογράφος, στάθηκε χρήσιμος αρωγός στην πορεία της έρευνάς μου. Τέλος, εκτιμώντας ότι ο μελλοντικός ερευνητής του χορού μπορεί να χρησιμοποιήσει το υλικό αυτής της μελέτης, για να αναδείξει άλλες πτυχές του έργου του, θεώρησα σκόπιμο να παραθέσω στο παράρτημα την πλήρη εργογραφία της "Ομάδας Σύγχρονου Χορού του Χάρη Μανταφούνη". Στην πορεία της έρευνάς μου μελέτησα διεξοδικά το αρχείο του Μανταφούνη, ενώ επίσης έκανα επιτόπια έρευνα: στα αρχεία του διεθνούς διαγωνισμού χορογραφίας του Bagnolet και στη βιβλιοθήκη του Centre National de la Danse στο Παρίσι, στα αρχεία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και του Εθνικού Θεάτρου στην Αθήνα, στη βιβλιοθήκη της Κρατικής Σχολής Ορχηστικής Τέχνης (Κ.Σ.Ο.Τ.) στην Αθήνα, στη βιβλιοθήκη του Κέντρου Χορού Καλαμάτας, στα αρχεία του Φεστιβάλ Αθηνών - πιδαύρου καθώς και στα αρχεία της Πολιτιστικής Εταιρείας του Δήμου Πατρών, στη βιβλιοθήκη του Θεατρικού Μουσείου, στις βιβλιοθήκες των Τμημάτων Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών, του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου στο Ναύπλιο και του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Θεώρησα απαραίτητο να χρησιμοποιήσω ως πηγές τα προγράμματα και τα δελτία τύπου των παραστάσεων, ενώ παράλληλα αξιοποίησα όλες τις διαδικτυακές πηγές που περιείχαν κριτικές, σχόλια και αναφορές στον Μανταφούνη. Ο λόγος που ανέτρεξα σε αυτές τις πηγές είναι επειδή τα παραπάνω στοιχεία, τα οποία συνιστούν πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές - γραπτές, οπτικές και ακουστικές - στην ιστορική έρευνα του χορού ως τέχνης (Layson 1994: 18-21), συγκροτούν ακόμη και σήμερα τις μόνες πηγές που υπάρχουν για τον Μανταφούνη στην ελληνική βιβλιογραφία. Καταλήγοντας, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τις συναδέλφους μου Βάσω Μπαρμπούση, Μαρία Τσουβαλά, Μαρίζα Βινιεράτου και Μαρία Κουτσούμπα, με τις οποίες συζήτησα το θέμα της παρούσας μελέτης σε προγενέστερα στάδια επεξεργασίας της. Ευχαριστώ επίσης την Τιτίκα Καραβία, θεωρητικό της λογοτεχνίας, για τις γόνιμες συζητήσεις μας σε θέματα αφηγηματικότητας και υπερκειμένων και τον κλασικό φιλόλογο Άγι Μαρίνη για τις χρήσιμες παρατηρήσεις του. Τέλος, θα ήθελα να επισημάνω ότι το έναυσμα για τη συγγραφή αυτής της μελέτης αποτέλεσαν οι παραδόσεις μου στην Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης (Κ.Σ.Ο.Τ.), στο πλαίσιο του μαθήματος της χορολογίας του ακαδημαϊκού έτους 2006-2007, και ειδικότερα οι συζητήσεις που είχα για το έργο του Μανταφούνη με τους τότε φοιτητές και τις φοιτήτριές μου, τους οποίους αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω.