Το τελευταίο πορτρέτο - Nakasbookhouse.gr Skip to main content
SKU:
9789602507322

Το τελευταίο πορτρέτο

€10,80
€12,00
0
No votes yet
Το παρόν βιβλίο συγκεντρώνει νεκρικά πορτρέτα και φωτογραφίες από επικήδειες τελετές στις οποίες το πρόσωπο του νεκρού καταλαμβάνει κεντρική θέση. Οι ... ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Λεπτομέρειες βιβλίου

Το παρόν βιβλίο συγκεντρώνει νεκρικά πορτρέτα και φωτογραφίες από επικήδειες τελετές στις οποίες το πρόσωπο του νεκρού καταλαμβάνει κεντρική θέση. Οι φωτογραφίες αυτές αποτελούν έκπληξη για όποιον δεν γνωρίζει ότι η φωτογράφηση των νεκρών ήταν σε πολλά μέρη του κόσμου μια αποδεκτή, αν όχι συνήθης, πρακτική από τα μέσα του 19ου μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Στη σημερινή εποχή η συνήθεια να φωτογραφίζονται οι νεκροί πριν από την κηδεία, είτε στο σπίτι είτε στο κοιμητήριο, φαντάζει μακάβρια και εν πολλοίς αδικαιολόγητη. Χάρη στην πρόοδο της ιατρικής ο σύγχρονος άνθρωπος αντιμετωπίζει τον θάνατο ως εχθρό και αποφεύγει να τον κοιτάξει κατάματα. Αυτό όμως συνιστά μια σχετικά πρόσφατη εξέλιξη, που συντελέστηκε σταδιακά μέσα στις τελευταίες δεκαετίες. Πριν συμβεί αυτό, ο θάνατος αποτελούσε οικιακή υπόθεση: οι άνθρωποι πέθαιναν κατά κανόνα στο σπίτι, για τον τάφο τούς ετοίμαζαν οι στενοί συγγενείς τους και η σορός παρέμενε μέχρι την κηδεία εκτεθειμένη κατ’ οίκον. Δεδομένου ότι τον 19ο αιώνα οι άνθρωποι φωτογραφίζονταν σπανίως, και μόνον εφόσον υπήρχε ειδικός λόγος, ήταν φυσικό οι οικογένειες να ζητούν από τους φωτογράφους ένα τελευταίο πορτρέτο του αγαπημένου τους -συχνά το μοναδικό που θα τους έμενε. Η φωτογραφία γινόταν έτσι συντροφιά και στήριγμα στο πένθος, εξασφαλίζοντας παράλληλα ότι η μορφή του νεκρού δεν θα χανόταν από τη μνήμη της οικογένειας και της κοινότητας. Αυτό ίσχυε ακόμη περισσότερο στην περίπτωση των παιδιών, καθώς την περίοδο εκείνη η θνησιμότητα στις μικρές ηλικίες ήταν υψηλή, γεγονός που αντανακλάται στην ύπαρξη μεγάλου αριθμού παιδικών νεκρικών πορτρέτων.

Οι περισσότερες λήψεις του ανά χείρας βιβλίου προέρχονται από την ελληνική επικράτεια, χωρίς ωστόσο να λείπουν εικόνες από χώρες των Βαλκανίων, της Δυτικής Ευρώπης και από τις ΗΠΑ. Πρόκειται για φωτογραφίες που καθεμιά τους αποτελεί τον επίλογο μιας ζωής: σιωπηλές αλλά εύγλωττες, μελαγχολικές και συγχρόνως γεμάτες αξιοπρέπεια.

ISBN:
9789602507322
Μέγεθος: 
14x21
Σελίδες: 
96
Η Ελιάνα Χουρμουζιάδου γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε γαλλική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ παράλληλα εργαζόταν στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Το ίδιο χρονικό διάστημα άρχισε να γράφει το πρώτο της μυθιστόρημα, τη "Γειτονιά των καλών κλεφτών". Από το 1991 εργάζεται στο Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας. Το δεύτερο μυθιστόρημα της, "Η ιδιαιτέρα" τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος 1999 του περιοδικού "Διαβάζω". Διηγήματα και άρθρα της έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα περιοδικά ("Οδός Πανός", "Λέξη", "Ρεύματα", "Γραφή") και εφημερίδες ("Τα Νέα", "Το Βήμα"). (φωτογραφία: Γιώργος Παυλίδης)

Το παρόν βιβλίο συγκεντρώνει νεκρικά πορτρέτα και φωτογραφίες από επικήδειες τελετές στις οποίες το πρόσωπο του νεκρού καταλαμβάνει κεντρική θέση. Οι φωτογραφίες αυτές αποτελούν έκπληξη για όποιον δεν γνωρίζει ότι η φωτογράφηση των νεκρών ήταν σε πολλά μέρη του κόσμου μια αποδεκτή, αν όχι συνήθης, πρακτική από τα μέσα του 19ου μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Στη σημερινή εποχή η συνήθεια να φωτογραφίζονται οι νεκροί πριν από την κηδεία, είτε στο σπίτι είτε στο κοιμητήριο, φαντάζει μακάβρια και εν πολλοίς αδικαιολόγητη. Χάρη στην πρόοδο της ιατρικής ο σύγχρονος άνθρωπος αντιμετωπίζει τον θάνατο ως εχθρό και αποφεύγει να τον κοιτάξει κατάματα. Αυτό όμως συνιστά μια σχετικά πρόσφατη εξέλιξη, που συντελέστηκε σταδιακά μέσα στις τελευταίες δεκαετίες. Πριν συμβεί αυτό, ο θάνατος αποτελούσε οικιακή υπόθεση: οι άνθρωποι πέθαιναν κατά κανόνα στο σπίτι, για τον τάφο τούς ετοίμαζαν οι στενοί συγγενείς τους και η σορός παρέμενε μέχρι την κηδεία εκτεθειμένη κατ’ οίκον. Δεδομένου ότι τον 19ο αιώνα οι άνθρωποι φωτογραφίζονταν σπανίως, και μόνον εφόσον υπήρχε ειδικός λόγος, ήταν φυσικό οι οικογένειες να ζητούν από τους φωτογράφους ένα τελευταίο πορτρέτο του αγαπημένου τους -συχνά το μοναδικό που θα τους έμενε. Η φωτογραφία γινόταν έτσι συντροφιά και στήριγμα στο πένθος, εξασφαλίζοντας παράλληλα ότι η μορφή του νεκρού δεν θα χανόταν από τη μνήμη της οικογένειας και της κοινότητας. Αυτό ίσχυε ακόμη περισσότερο στην περίπτωση των παιδιών, καθώς την περίοδο εκείνη η θνησιμότητα στις μικρές ηλικίες ήταν υψηλή, γεγονός που αντανακλάται στην ύπαρξη μεγάλου αριθμού παιδικών νεκρικών πορτρέτων.

Οι περισσότερες λήψεις του ανά χείρας βιβλίου προέρχονται από την ελληνική επικράτεια, χωρίς ωστόσο να λείπουν εικόνες από χώρες των Βαλκανίων, της Δυτικής Ευρώπης και από τις ΗΠΑ. Πρόκειται για φωτογραφίες που καθεμιά τους αποτελεί τον επίλογο μιας ζωής: σιωπηλές αλλά εύγλωττες, μελαγχολικές και συγχρόνως γεμάτες αξιοπρέπεια.