Ζηνοβία η μάνα των Σελλιών - Nakasbookhouse.gr Skip to main content
SKU:
9786185453428

Ζηνοβία η μάνα των Σελλιών

€12,51
€13,90
0
No votes yet

Περπάτησε πάνω στα χαλάσματα του βομβαρδισμένου σπιτιού της. Πάνω στα προικιά της, στις κόκκινες πατανίες της, στα κομματιασμένα σερβίτσια της. Χάι... ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Αποστολή σε 48 ώρες

Λεπτομέρειες βιβλίου

Περπάτησε πάνω στα χαλάσματα του βομβαρδισμένου σπιτιού της. Πάνω στα προικιά της, στις κόκκινες πατανίες της, στα κομματιασμένα σερβίτσια της. Χάιδευε, ξεσκόνιζε και τ’ άφηνε πάλι κάτω, στο απόλυτο τίποτε. Η Ζηνοβία μισούσε τον πόλεμο. Έτρεχε στο σκοτεινό λαγούμι-καταφύγιο για να γλυτώσει τις ζωές των παιδιών της και τη δική της. Οι Γερμανοί σκόρπιζαν τον θάνατο σε κάθε πόλη και χωριό της Κρήτης, σε κάθε θάμνο και χωράφι, σε κάθε ζωντανό που βρισκόταν στο πέρασμά τους. Πείσμωσε. Δεν λύγισε στους άγριους ανέμους, που σάρωσαν τη ζωή της. Τίποτε δεν φοβόταν. Είχε καρδιά λιονταριού και θάρρος ανδρειωμένου. Οι Γερμανοί πήραν το βιος της, μα όχι την ψυχή της. Έγινε Πρέσβειρα των Σελλιανών. Η Ζηνοβία ήταν το αποκούμπι τους. Ποτέ δεν αρνήθηκε τη βοήθειά της σε κανέναν. Όποιος αρρώσταινε, η Ζηνοβία τον έτρεχε στο νοσοκομείο και τον φρόντιζε. Όποια γεννούσε, στο σπίτι της ερχόταν μέχρι να φτάσει η ώρα της. Όποιος πέθαινε, η Ζηνοβία ενδιαφερόταν. Η φτωχική της κατσαρόλα ήταν πάντα γεμάτη με φαγητό και αγάπη, και το σπίτι της ανοιχτό σε όποιον χτυπούσε την πόρτα της. Ποτέ δεν έστρωσε τραπέζι μόνο για την οικογένειά της. Πάντα κάποιος ή κάποιοι θα έτρωγαν και θα κοιμούνταν στο σπίτι της. Και όταν το φαγητό ήταν λίγο, έβαζε λιγότερο στο δικό της πιάτο και στα πιάτα των παιδιών της, που τα δασκάλευε κρυφά στην κουζίνα να πουν όχι όταν θα τα ρώταγε αν θέλουν κι άλλο να φάνε. Η Ζηνοβία είχε μια τεράστια αγκαλιά, που τους χωρούσε όλους. Τι δικούς και τι ξένους, έλεγε. Όλοι χωρούσαν στην αγάπη της. Απέραντη θάλασσα, ποτέ δεν στέρεψε η αγάπη της για όλον τον κόσμο. Ακόμα και στα βαθιά της γεράματα δεν σταμάτησε να προσφέρει. Μια ζωή, προσφορά σε όλους. Η λεβεντιά δεν την εγκατέλειψε ποτέ, ούτε στις πιο μεγάλες μπόρες. Έστηνε γλέντι στη συμφορά. Κρατούσε το μαγαζί μαζί με τον άντρα της και φρόντιζε τα παιδιά της, αυστηρά και νοικοκυρεμένα. Τους έδωσε αρχές, ηθικές αξίες, τους έμαθε να είναι τίμιοι και αξιοπρεπείς άνθρωποι. Τους έμαθε ν’ αγαπάνε. Να βοηθούν όσους έχουν ανάγκη. Να τραγουδάνε στον μεγάλο τους πόνο. Είχε τον δικό της τρόπο. Δεν τα έμαθε απ’ τα βιβλία. Η Ζηνοβία είχε βγει παμψηφεί στη "Βουλή" των Σελλιών. Μήπως κι αυτή δεν ήταν μια γνήσια Βουλή των Ελλήνων; Ήταν τόσο αγαπητή στους Ρεθεμνιώτες, κι ας μην είχε οικόσημα και περγαμηνές. Κι ας έβαζε την υπογραφή της με σταυρό. Η αρχοντιά υπήρχε μέσα της. Το οξύ πνεύμα, η γλύκα και η καλοσύνη, ήταν δομικά στοιχεία της ύπαρξής της. Ήταν η αρχόντισσα του Λυβικού Πελάγους. Ήταν η Μάνα των Σελλιών.

ISBN:
9786185453428
Εκδόσεις:
Μέγεθος: 
21x14
Σελίδες: 
134
Έτος: 
2020

Περπάτησε πάνω στα χαλάσματα του βομβαρδισμένου σπιτιού της. Πάνω στα προικιά της, στις κόκκινες πατανίες της, στα κομματιασμένα σερβίτσια της. Χάιδευε, ξεσκόνιζε και τ’ άφηνε πάλι κάτω, στο απόλυτο τίποτε. Η Ζηνοβία μισούσε τον πόλεμο. Έτρεχε στο σκοτεινό λαγούμι-καταφύγιο για να γλυτώσει τις ζωές των παιδιών της και τη δική της. Οι Γερμανοί σκόρπιζαν τον θάνατο σε κάθε πόλη και χωριό της Κρήτης, σε κάθε θάμνο και χωράφι, σε κάθε ζωντανό που βρισκόταν στο πέρασμά τους. Πείσμωσε. Δεν λύγισε στους άγριους ανέμους, που σάρωσαν τη ζωή της. Τίποτε δεν φοβόταν. Είχε καρδιά λιονταριού και θάρρος ανδρειωμένου. Οι Γερμανοί πήραν το βιος της, μα όχι την ψυχή της. Έγινε Πρέσβειρα των Σελλιανών. Η Ζηνοβία ήταν το αποκούμπι τους. Ποτέ δεν αρνήθηκε τη βοήθειά της σε κανέναν. Όποιος αρρώσταινε, η Ζηνοβία τον έτρεχε στο νοσοκομείο και τον φρόντιζε. Όποια γεννούσε, στο σπίτι της ερχόταν μέχρι να φτάσει η ώρα της. Όποιος πέθαινε, η Ζηνοβία ενδιαφερόταν. Η φτωχική της κατσαρόλα ήταν πάντα γεμάτη με φαγητό και αγάπη, και το σπίτι της ανοιχτό σε όποιον χτυπούσε την πόρτα της. Ποτέ δεν έστρωσε τραπέζι μόνο για την οικογένειά της. Πάντα κάποιος ή κάποιοι θα έτρωγαν και θα κοιμούνταν στο σπίτι της. Και όταν το φαγητό ήταν λίγο, έβαζε λιγότερο στο δικό της πιάτο και στα πιάτα των παιδιών της, που τα δασκάλευε κρυφά στην κουζίνα να πουν όχι όταν θα τα ρώταγε αν θέλουν κι άλλο να φάνε. Η Ζηνοβία είχε μια τεράστια αγκαλιά, που τους χωρούσε όλους. Τι δικούς και τι ξένους, έλεγε. Όλοι χωρούσαν στην αγάπη της. Απέραντη θάλασσα, ποτέ δεν στέρεψε η αγάπη της για όλον τον κόσμο. Ακόμα και στα βαθιά της γεράματα δεν σταμάτησε να προσφέρει. Μια ζωή, προσφορά σε όλους. Η λεβεντιά δεν την εγκατέλειψε ποτέ, ούτε στις πιο μεγάλες μπόρες. Έστηνε γλέντι στη συμφορά. Κρατούσε το μαγαζί μαζί με τον άντρα της και φρόντιζε τα παιδιά της, αυστηρά και νοικοκυρεμένα. Τους έδωσε αρχές, ηθικές αξίες, τους έμαθε να είναι τίμιοι και αξιοπρεπείς άνθρωποι. Τους έμαθε ν’ αγαπάνε. Να βοηθούν όσους έχουν ανάγκη. Να τραγουδάνε στον μεγάλο τους πόνο. Είχε τον δικό της τρόπο. Δεν τα έμαθε απ’ τα βιβλία. Η Ζηνοβία είχε βγει παμψηφεί στη "Βουλή" των Σελλιών. Μήπως κι αυτή δεν ήταν μια γνήσια Βουλή των Ελλήνων; Ήταν τόσο αγαπητή στους Ρεθεμνιώτες, κι ας μην είχε οικόσημα και περγαμηνές. Κι ας έβαζε την υπογραφή της με σταυρό. Η αρχοντιά υπήρχε μέσα της. Το οξύ πνεύμα, η γλύκα και η καλοσύνη, ήταν δομικά στοιχεία της ύπαρξής της. Ήταν η αρχόντισσα του Λυβικού Πελάγους. Ήταν η Μάνα των Σελλιών.