Ο Τζανμπαττίστα Βίκο και η ιδέα της φιλολογίας - Nakasbookhouse.gr Skip to main content
SKU:
9789602506332

Ο Τζανμπαττίστα Βίκο και η ιδέα της φιλολογίας

€9,86
€10,95
0
No votes yet
Το πολυσήμαντο έργο του Γερμανοεβραίου φιλολόγου Έριχ Άουερμπαχ γεφυρώνει τη φιλολογία ως ιστορική μάθηση μ’ έναν γενικότερο στοχασμό για την ευρωπαϊκ... ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Αποστολή σε 48 ώρες

Λεπτομέρειες βιβλίου

Το πολυσήμαντο έργο του Γερμανοεβραίου φιλολόγου Έριχ Άουερμπαχ γεφυρώνει τη φιλολογία ως ιστορική μάθηση μ’ έναν γενικότερο στοχασμό για την ευρωπαϊκή λογοτεχνία και τον πολιτισμό. Το πρώτο και παλαιότερο δοκίμιο, "Ο Τζανμπαττίστα Βίκο και η ιδέα της φιλολογίας" (1936), μικρό δείγμα της μακράς και επίμονης ενασχόλησης του Άουερμπαχ με τον Ιταλό φιλόσοφο, εξετάζει τη Νέα Επιστήμη ως το πρώτο μείζον έργο της ερμηνευτικής φιλολογίας και συναρτά την αυτόνομη θεμελίωση της φιλολογικής επιστήμης με την ιστορικότητα του Βίκο. Προκειμένου να ανακαλύψει την πνευματική ιδιοσυστασία του ανθρώπου κατά τις απαρχές του πολιτισμού, ο Βίκο εφάρμοσε τις φιλολογικές μεθόδους στην ερμηνεία των μύθων, των πανάρχαιων μνημείων της γλώσσας, του δικαίου, της θρησκείας και της ποίησης. Όπως σημειώνει ο Άουερμπαχ, η φιλολογία αναδεικνύεται έτσι "σε πεμπτουσία της επιστήμης του ανθρώπου ως ιστορικού όντος, οπότε συμπεριλαμβάνει όλους τους σχετικούς επιστημονικούς κλάδους, επομένως και την ιστορική επιστήμη με τη στενή έννοια. Η δυνατότητά της εδράζεται στην προϋπόθεση ότι οι άνθρωποι μπορούν να κατανοούν ο ένας τον άλλο, ότι υπάρχει ένας κόσμος κοινός για όλους τους ανθρώπους, προσιτός και οικείος στον καθένα μας". Το δεύτερο και ύστερο δοκίμιο, η "Φιλολογία της παγκόσμιας λογοτεχνίας" (1952), κείμενο φιλοσοφικής ωριμότητας αλλά και εντυπωσιακής επικαιρότητας για τις λογοτεχνικές σπουδές (και όχι μόνον), αναδιατυπώνει μια νέα, κάθε άλλο παρά αφελή αποτίμηση του ουμανισμού και συγχρόνως αποτελεί τον συνοπτικότερο και μάλλον τον ωριμότερο λόγο περί της φιλολογικής μεθόδου του Άουερμπαχ. Όσο περισσότερο ενοποιείται η υφήλιος τόσο περισσότερο πρέπει να διευρύνεται η συνθετική και προοπτική θεώρηση και η παγκόσμια λογοτεχνία να θεωρείται ως πολλαπλό υπόβαθρο ενός κοινού πεπρωμένου. "Φιλολογική μας πατρίδα -γράφει χαρακτηριστικά ο Άουερμπαχ- είναι όλη η υφήλιος· δεν μπορεί πλέον να είναι το έθνος. Ασφαλώς την πιο πολύτιμη και αναντικατάστατη κληρονομιά του φιλολόγου εξακολουθούν να την αποτελούν η γλώσσα και η παιδεία του δικού του έθνους· για να την αξιοποιήσει όμως, οφείλει να την αποχωριστεί και να την υπερβεί. Σήμερα, υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες, πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτό που για την προεθνική, μεσαιωνική παιδεία ήταν κοινό κτήμα: την επίγνωση ότι το πνεύμα δεν έχει εθνικότητα".

ISBN:
9789602506332
Συγγραφέας:
Εικονογράφος: 
Γιώργος Μ. Ανδρουλιδάκης
Μέγεθος: 
19x12
Σελίδες: 
85
Έτος: 
2016
Ο Erich Auerbach (1892-1957) ήταν καθηγητής ρομαντικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μαρβούργου από το 1929 μέχρι το 1935. Κυνηγημένος από το ναζιστικό καθεστώς στην Κωνσταντινούπολη και έπειτα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου από το 1950 ως το θάνατό του δίδασκε στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ. Συνέγραψε πολλά έργα με ποικίλα θέματα από την αρχαία, τη μεσαιωνική και τη σύγχρονη λογοτεχνία. Η "Μίμησις" θεωρείται το αριστούργημά του.

Το πολυσήμαντο έργο του Γερμανοεβραίου φιλολόγου Έριχ Άουερμπαχ γεφυρώνει τη φιλολογία ως ιστορική μάθηση μ’ έναν γενικότερο στοχασμό για την ευρωπαϊκή λογοτεχνία και τον πολιτισμό. Το πρώτο και παλαιότερο δοκίμιο, "Ο Τζανμπαττίστα Βίκο και η ιδέα της φιλολογίας" (1936), μικρό δείγμα της μακράς και επίμονης ενασχόλησης του Άουερμπαχ με τον Ιταλό φιλόσοφο, εξετάζει τη Νέα Επιστήμη ως το πρώτο μείζον έργο της ερμηνευτικής φιλολογίας και συναρτά την αυτόνομη θεμελίωση της φιλολογικής επιστήμης με την ιστορικότητα του Βίκο. Προκειμένου να ανακαλύψει την πνευματική ιδιοσυστασία του ανθρώπου κατά τις απαρχές του πολιτισμού, ο Βίκο εφάρμοσε τις φιλολογικές μεθόδους στην ερμηνεία των μύθων, των πανάρχαιων μνημείων της γλώσσας, του δικαίου, της θρησκείας και της ποίησης. Όπως σημειώνει ο Άουερμπαχ, η φιλολογία αναδεικνύεται έτσι "σε πεμπτουσία της επιστήμης του ανθρώπου ως ιστορικού όντος, οπότε συμπεριλαμβάνει όλους τους σχετικούς επιστημονικούς κλάδους, επομένως και την ιστορική επιστήμη με τη στενή έννοια. Η δυνατότητά της εδράζεται στην προϋπόθεση ότι οι άνθρωποι μπορούν να κατανοούν ο ένας τον άλλο, ότι υπάρχει ένας κόσμος κοινός για όλους τους ανθρώπους, προσιτός και οικείος στον καθένα μας". Το δεύτερο και ύστερο δοκίμιο, η "Φιλολογία της παγκόσμιας λογοτεχνίας" (1952), κείμενο φιλοσοφικής ωριμότητας αλλά και εντυπωσιακής επικαιρότητας για τις λογοτεχνικές σπουδές (και όχι μόνον), αναδιατυπώνει μια νέα, κάθε άλλο παρά αφελή αποτίμηση του ουμανισμού και συγχρόνως αποτελεί τον συνοπτικότερο και μάλλον τον ωριμότερο λόγο περί της φιλολογικής μεθόδου του Άουερμπαχ. Όσο περισσότερο ενοποιείται η υφήλιος τόσο περισσότερο πρέπει να διευρύνεται η συνθετική και προοπτική θεώρηση και η παγκόσμια λογοτεχνία να θεωρείται ως πολλαπλό υπόβαθρο ενός κοινού πεπρωμένου. "Φιλολογική μας πατρίδα -γράφει χαρακτηριστικά ο Άουερμπαχ- είναι όλη η υφήλιος· δεν μπορεί πλέον να είναι το έθνος. Ασφαλώς την πιο πολύτιμη και αναντικατάστατη κληρονομιά του φιλολόγου εξακολουθούν να την αποτελούν η γλώσσα και η παιδεία του δικού του έθνους· για να την αξιοποιήσει όμως, οφείλει να την αποχωριστεί και να την υπερβεί. Σήμερα, υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες, πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτό που για την προεθνική, μεσαιωνική παιδεία ήταν κοινό κτήμα: την επίγνωση ότι το πνεύμα δεν έχει εθνικότητα".