Βιολί για μονόχειρα - Nakasbookhouse.gr Skip to main content
SKU:
9789600405484

Βιολί για μονόχειρα

€8,71
€9,68
0
No votes yet
Ακόμα κι η ζωή μου αποχτά σημασία όταν τη διηγούμαι σε κάποιον... ΣΤ΄ Το πρωί, λοιπόν, της αξιομνημόνευτης εκείνης μέρας - αλλά προς τι να γίνο... ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Εξαντλημένο στον εκδότη

Λεπτομέρειες βιβλίου

Ακόμα κι η ζωή μου αποχτά σημασία
όταν τη διηγούμαι σε κάποιον...

ΣΤ΄

Το πρωί, λοιπόν, της αξιομνημόνευτης εκείνης μέρας - αλλά προς τι να γίνομαι τόσο σαφής, αφού αρχίζουμε πάντα εκεί που κάτι έχει για πάντα τελειώσει, κι εγώ ονειρεύτηκα να ‘μαι ένα πρόσωπο μυθιστορηματικό, κι ας γελάνε μαζί μου, κι έπειτα κάθονται κι απορούνε με πόση ευκολία μαθαίνεις ένα όργανο, δεν ξέρουν πόσα χρόνια άναβες με οικονομία το φως, κι αργότερα δεν θα ‘χει πια καμιά σημασία το θύμα - ο δολοφόνος σκοτώνει πάντα κάτι άλλο, - πόσα πράγματα μισοτελειωμένα : ένας δρόμος που τρόμαξες και γύρισες βιαστικά, μια παιδική προσευχή που την έκοψε το τραίνο στη μέση, κι όλο ν' ανοίγουν την πόρτα απρόοπτα - έτσι δεν μπόρεσα ν' αποτελειώσω καμιά ηλικία,
ύστερα μ' έσυραν στη μέση της κάμαρας και με όρκισαν να τους αγαπώ, πράγμα που έβλαψε την υπόθεσή μου - γιατί τώρα έπρεπε κάθε νύχτα να ξεπερνάω τα όρια, όπως ένας νεκρός τον εαυτό του ή σαν ένα παιδί που το αθώωσαν για να μην έχει τίποτα δικό του,
κι ω έρημοι δρόμοι, που μπορείς όλα να τους τα πεις, χωρίς να τ' ακούσουν - ταπεινώσεις, με την ανεξιχνίαστη ηδονή, σαν να ‘δωσες επιτέλους μόνο σου την απάντηση -
τότε ήταν που μου ‘πεσε και το γράμμα, σκύψαμε κι οι δυο - αλλά η μητέρα στεκόταν ήσυχη στην πόρτα, παχύσαρκη σαν τη Βίβλο (και σκέφτομαι πως ήταν χωρίς λόγο που παντρεύτηκε, αφού με είχε από πάντα δικό της, σαν την ευγνωμοσύνη ενός κηπουρού, ή σαν τη φλόγα του κεριού που τρέμει, μην ξέροντας τι να διαλέξει),
- ας αφήσουμε, λοιπόν, το καθετί να παίζει το μοιραίο του ρόλο, βέβαιοι για το άγνωστο της έκβασης, σαν τον τυφλό στο σπίτι που γερνάει χωρίς να το βλέπει ή σαν τις μικρές βασιλείες στα καπηλειά που τελειώνουν στην πόρτα -
κι όταν μεσάνυχτα ήρθε κι ο άλλος, κρατούσε ακόμα στο χέρι το παλιό καπέλο, από αυτά που βρίσκει κανείς πρόχειρα μες στην ανωνυμία, «κρύψε με, μου λέει, με κυνηγούν»,
αλλά ποιος να τα ‘χει μ’ ένα τόσο τιποτένιο πρόσωπο, ή ποιος να σε βοηθήσει σε μια τόσο συνηθισμένη υπόθεση -
και πεθαίνουμε, τέλος, άγνωστοι στην πιο σκοτεινή γωνιά του ποιήματος.

ISBN:
9789600405484
Εκδόσεις:
Συγγραφέας:
Μέγεθος: 
24x17
Σελίδες: 
27
Έτος: 
2005
Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988). Ο Τάσος Λειβαδίτης ήταν γιος του Λύσανδρου Λειβαδίτη και της Βασιλικής Κοντοπούλου. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τις σπουδές του διέκοψαν η γερμανική κατοχή και η συνακόλουθη ένταξή του στην Αντίσταση και στράτευσή του στην ΕΠΟΝ. Κατά τη διάρκεια της κατοχής πέθανε ο κατεστραμμένος οικονομικά πατέρας του και το 1951, ενώ ο ποιητής ήταν εξορισμένος στη Μακρόνησο, η μητέρα του. Είχε τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια, μια αδερφή και τρεις αδερφούς. Ο πατέρας του ήταν μεγαλέμπορος και τα παιδικά χρόνια του ποιητή ήταν ευτυχισμένα. Τέλειωσε το γυμνάσιο στην Αθήνα. Το 1946 παντρεύτηκε τη Μαρία Στούπα, παιδική του φίλη και πολύτιμη σύντροφο σε ολόκληρη τη ζωή του, με την οποία απέκτησαν μια κόρη τη Βάσω. Την ίδια χρονιά πραγματοποίησε και την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία με τη δημοσίευση του ποιήματός του Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα. Το 1947 συνεργάστηκε στην έκδοση του περιοδικού Θεμέλιο. Την τετραετία 1948-1952 εξορίστηκε στο Μούδρο, τον Άη- Στράτη και τη Μακρόνησο μαζί με άλλους αριστερούς καλλιτέχνες και διανοούμενος, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Μάνος Κατράκης και πολλοί άλλοι και συνέχισε να γράφει ποιήματα. Το 1952 σημειώθηκαν οι εκδόσεις των έργων του Μάχη στην άκρη της νύχτας και Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας. Τρία χρόνια αργότερα οδηγήθηκε σε δίκη στο Πενταμελές Εφετείο με αφορμή την ποιητική συλλογή του Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου και αθωώθηκε πανηγυρικά. Σταθμό στην ποιητική του διαδρομή και σχηματικό ορόσημο της πορείας του προς τη δεύτερη, εσωτερικότερη και υπαρξιακής αγωνίας, φάση της δημιουργίας του αποτέλεσε κατά τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας το βιβλίο του Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια (1958 Το 1961 πήρε μέρος σε συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη ανά την ελληνική επαρχία, απαγγέλλοντας ποιήματά του και συνομιλώντας με το κοινό. Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε στο σενάριο με τον Κώστα Κοτζιά και έγραψε τους στίχους των τραγουδιών (η μουσική του Θεοδωράκη) για την ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη Συνοικία το όνειρο, που αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του νεορεαλιστικού ελληνικού κινηματογράφου και απαγορεύτηκε από τη λογοκρισία.). Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Αυγή (1954-1980 με μια διακοπή κατά την επταετία της δικτατορίας του Παπαδόπουλου), το περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης (1962-1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου έμεινε άνεργος και ασχολήθηκε για βιοποριστικούς λόγους με μεταφράσεις και διασκευές λογοτεχνικών έργων σε διάφορα λαϊκά περιοδικά · παράλληλα στράφηκε με νοσταλγία προς το παρελθόν αδυνατώντας να δεχθεί τη σκληρότητα της πραγματικότητας της εποχής, στάση που αντικατοπτρίζεται στην ποίησή του αυτής της περιόδου με έμφαση στο Νυχτερινό επισκέπτη. Το 1986 εξέδωσε τη συλλογή του Βιολέτες για μια εποχή που θεωρήθηκε ως το κύκνειο άσμα του. Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο Χειρόγραφα του Φθινοπώρου. Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου), το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του Συμφωνία αρ.Ι), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976 για τη συλλογή Βιολί για μονόχειρα), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979 για το Εγχειρίδιο ευθανασίας). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Στίχοι του μελοποιήθηκαν από το Μίκη Θεοδωράκη, το Μάνο Λοΐζο, το Γιώργο Τσαγγάρη και άλλους έλληνες συνθέτες. Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη κυριαρχείται από την σπαρακτική υπαρξιακή του αγωνία, η οποία εκδηλώνεται αρχικά ως έκφραση τρυφερότητας και συμπόνιας στα πλαίσια του αισιόδοξου σοσιαλιστικού ρεαλισμού και στη δεύτερη φάση του έργου του ως εσωτερική αναδίπλωση και αναζήτηση του νοήματος της ζωής στο παρελθόν μετά από τη διάψευση των προσδοκιών και την προδοσία του καλλιτέχνη ως αγωνιστή για έναν καλύτερο κόσμο. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Τάσου Λειβαδίτη βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Τάσος Λειβαδίτης», Η ελληνική ποίηση· Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σ.390-391. Αθήνα, Σοκόλης, 1982, Κουβαράς Γιάννης, «Χρονολόγιο Τάσου Λειβαδίτη (1922-1938)», Διαβάζω 228, 13/12/1989, σ.20-24 και Τσιριμώκου Λίζυ, «Λειβαδίτης Τάσος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Ακόμα κι η ζωή μου αποχτά σημασία
όταν τη διηγούμαι σε κάποιον...

ΣΤ΄

Το πρωί, λοιπόν, της αξιομνημόνευτης εκείνης μέρας - αλλά προς τι να γίνομαι τόσο σαφής, αφού αρχίζουμε πάντα εκεί που κάτι έχει για πάντα τελειώσει, κι εγώ ονειρεύτηκα να ‘μαι ένα πρόσωπο μυθιστορηματικό, κι ας γελάνε μαζί μου, κι έπειτα κάθονται κι απορούνε με πόση ευκολία μαθαίνεις ένα όργανο, δεν ξέρουν πόσα χρόνια άναβες με οικονομία το φως, κι αργότερα δεν θα ‘χει πια καμιά σημασία το θύμα - ο δολοφόνος σκοτώνει πάντα κάτι άλλο, - πόσα πράγματα μισοτελειωμένα : ένας δρόμος που τρόμαξες και γύρισες βιαστικά, μια παιδική προσευχή που την έκοψε το τραίνο στη μέση, κι όλο ν' ανοίγουν την πόρτα απρόοπτα - έτσι δεν μπόρεσα ν' αποτελειώσω καμιά ηλικία,
ύστερα μ' έσυραν στη μέση της κάμαρας και με όρκισαν να τους αγαπώ, πράγμα που έβλαψε την υπόθεσή μου - γιατί τώρα έπρεπε κάθε νύχτα να ξεπερνάω τα όρια, όπως ένας νεκρός τον εαυτό του ή σαν ένα παιδί που το αθώωσαν για να μην έχει τίποτα δικό του,
κι ω έρημοι δρόμοι, που μπορείς όλα να τους τα πεις, χωρίς να τ' ακούσουν - ταπεινώσεις, με την ανεξιχνίαστη ηδονή, σαν να ‘δωσες επιτέλους μόνο σου την απάντηση -
τότε ήταν που μου ‘πεσε και το γράμμα, σκύψαμε κι οι δυο - αλλά η μητέρα στεκόταν ήσυχη στην πόρτα, παχύσαρκη σαν τη Βίβλο (και σκέφτομαι πως ήταν χωρίς λόγο που παντρεύτηκε, αφού με είχε από πάντα δικό της, σαν την ευγνωμοσύνη ενός κηπουρού, ή σαν τη φλόγα του κεριού που τρέμει, μην ξέροντας τι να διαλέξει),
- ας αφήσουμε, λοιπόν, το καθετί να παίζει το μοιραίο του ρόλο, βέβαιοι για το άγνωστο της έκβασης, σαν τον τυφλό στο σπίτι που γερνάει χωρίς να το βλέπει ή σαν τις μικρές βασιλείες στα καπηλειά που τελειώνουν στην πόρτα -
κι όταν μεσάνυχτα ήρθε κι ο άλλος, κρατούσε ακόμα στο χέρι το παλιό καπέλο, από αυτά που βρίσκει κανείς πρόχειρα μες στην ανωνυμία, «κρύψε με, μου λέει, με κυνηγούν»,
αλλά ποιος να τα ‘χει μ’ ένα τόσο τιποτένιο πρόσωπο, ή ποιος να σε βοηθήσει σε μια τόσο συνηθισμένη υπόθεση -
και πεθαίνουμε, τέλος, άγνωστοι στην πιο σκοτεινή γωνιά του ποιήματος.