Οι καστρωμένες - Nakasbookhouse.gr Skip to main content
SKU:
9789605042738

Οι καστρωμένες

€13,41
€14,90
0
No votes yet
Πάνω από εκατό γεροντοκόρες αριθμούσε μετά τον πόλεμο η Απάνω Βρύση, μέχρι τα περβόλια της Βαρής και τα Σταμνάδικα, λες και το μικρόβιο της ψηλομυτιάς... ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Αποστολή σε 48 ώρες

Λεπτομέρειες βιβλίου

Πάνω από εκατό γεροντοκόρες αριθμούσε μετά τον πόλεμο η Απάνω Βρύση, μέχρι τα περβόλια της Βαρής και τα Σταμνάδικα, λες και το μικρόβιο της ψηλομυτιάς και της ξινίλας δεν είχε αφήσει σπίτι που να μην κτυπήσει. Μια μάτσα άκληρες, που ’χαν μείνει να κρατούν το λιωμένο λάβαρο της Απάνω Βρύσης, που δεν είχαν χαλαλίσει τον εαυτό τους σε κανέναν και που ακόμα περίμεναν τον καλό τους σε μια πεθαμένη γειτονιά, χωρίς παιδιά να φωνάξουν για να την ξυπνήσουν, κλειδωμένες μέσα σ’ εκείνα τα, από "μπορσελάνα κτισμένα", αρχοντόσπιτα, είχαν αρχίσει να κουστώνουν πιο γρήγορα κι απ’ τα κατράνια που καρτερικά κρατούσαν ακόμα τις στέγες των σπιτιών τους.

- Τα μάθατε; Τ’ς πιάσαν καβάλα, έλεγε η μια.
- Λες να τ’νε κάμαν τ’ν πράξ’; ρωτούσε η άλλη.
- Ε, δεν π’στεύω να φτάσαν δα και στ’ απροχώρητο! ακουγόταν απ’ την κουζίνα, που ’πλενε τα πιάτα, η Άννα. Λόγια μπρόλια. Εδώ, μάτια μ’, βγάζουν και το δεσπότ’ γκαστρωμένο.
- Ζαβές που ’μαστουν, μωρή Ανεστασία, εμείς! συμπλήρωνε η Μπαλαμάρκαινα. Τώρα, μάτια μ’, ούλες ελωλαθήκαν. Σαν τ’ς γάτες το κάνουν μες στ’ς δρόμ’, στα ορθά. Μοναχά εμείς εμείναμε να βαστούμε τα μπόσ’κα. Καλέ πού τα δ’κά μας τα χρόνια;

ISBN:
9789605042738
Εκδόσεις:
Συγγραφέας:
Μέγεθος: 
21x14
Σελίδες: 
264
Έτος: 
2019

Πάνω από εκατό γεροντοκόρες αριθμούσε μετά τον πόλεμο η Απάνω Βρύση, μέχρι τα περβόλια της Βαρής και τα Σταμνάδικα, λες και το μικρόβιο της ψηλομυτιάς και της ξινίλας δεν είχε αφήσει σπίτι που να μην κτυπήσει. Μια μάτσα άκληρες, που ’χαν μείνει να κρατούν το λιωμένο λάβαρο της Απάνω Βρύσης, που δεν είχαν χαλαλίσει τον εαυτό τους σε κανέναν και που ακόμα περίμεναν τον καλό τους σε μια πεθαμένη γειτονιά, χωρίς παιδιά να φωνάξουν για να την ξυπνήσουν, κλειδωμένες μέσα σ’ εκείνα τα, από "μπορσελάνα κτισμένα", αρχοντόσπιτα, είχαν αρχίσει να κουστώνουν πιο γρήγορα κι απ’ τα κατράνια που καρτερικά κρατούσαν ακόμα τις στέγες των σπιτιών τους.

- Τα μάθατε; Τ’ς πιάσαν καβάλα, έλεγε η μια.
- Λες να τ’νε κάμαν τ’ν πράξ’; ρωτούσε η άλλη.
- Ε, δεν π’στεύω να φτάσαν δα και στ’ απροχώρητο! ακουγόταν απ’ την κουζίνα, που ’πλενε τα πιάτα, η Άννα. Λόγια μπρόλια. Εδώ, μάτια μ’, βγάζουν και το δεσπότ’ γκαστρωμένο.
- Ζαβές που ’μαστουν, μωρή Ανεστασία, εμείς! συμπλήρωνε η Μπαλαμάρκαινα. Τώρα, μάτια μ’, ούλες ελωλαθήκαν. Σαν τ’ς γάτες το κάνουν μες στ’ς δρόμ’, στα ορθά. Μοναχά εμείς εμείναμε να βαστούμε τα μπόσ’κα. Καλέ πού τα δ’κά μας τα χρόνια;