Οι πράσινοι λόφοι της Αφρικής - Nakasbookhouse.gr Skip to main content
SKU:
9789600339277

Οι πράσινοι λόφοι της Αφρικής

€19,07
€21,20
0
No votes yet
Σ' αυτό το γεμάτο λυρισμό και πάθος χρονικό, ο Χέμινγουεϊ περιγράφει στιγμές και συναισθήματα από ένα αλησμόνητο σαφάρι που έζησε το Δεκέμβριο του 193... ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Λεπτομέρειες βιβλίου

Σ' αυτό το γεμάτο λυρισμό και πάθος χρονικό, ο Χέμινγουεϊ περιγράφει στιγμές και συναισθήματα από ένα αλησμόνητο σαφάρι που έζησε το Δεκέμβριο του 1933 στις αχανείς εκτάσεις της Ανατολικής Αφρικής μαζί με τη δεύτερη γυναίκα του, Πωλίν Φάιφερ. Μέσα από πραγματικές ταξιδιωτικές εντυπώσεις, που διανθίζει με στοιχεία μυθιστορήματος (ο ίδιος μάλιστα αποκάλεσε το βιβλίο του «μυθιστόρημα βασισμένο σε πραγματικά πρόσωπα και σε πραγματικά γεγονότα»), ο Χέμινγουεϊ μοιράζεται μαζί μας όσα τον δίδαξε αυτή του η εμπειρία για την Αφρική αλλά και για τον ίδιο του τον εαυτό. Πάντα εγωκεντρικός, βρίσκει στο κυνήγι των άγριων ζώων το ιδανικό περιβάλλον για να διαδηλώσει την ανταγωνιστικότητά του, να αποδείξει ότι είναι ο πιο άξιος σκοπευτής, ο ικανότερος κυνηγός. Περιγράφει με τρόπο συγκλονιστικό τα τοπία, τους ιθαγενείς, τους κυνηγούς, αλλά πάνω απ' όλα τα μεγάλα θηράματα, τη γοητεία του κυνηγιού τους, την αγριότητα της θανάτωσής τους. Ωστόσο, βρίσκει την ευκαιρία να μοιραστεί με τους συντρόφους του τις σκέψεις του για τη ζωή, τον πόλεμο, τη μοίρα, τη λογοτεχνία, κι έτσι κάποια στιγμή το κυνήγι παύει να είναι αυτοσκοπός και λειτουργεί ως μέσο για μια βαθιά εσωτερική αναζήτηση.

ISBN:
9789600339277
Εκδόσεις:
Συγγραφέας:
Εικονογράφος: 
Άννα Παπασταύρου
Μέγεθος: 
21x14
Σελίδες: 
304
Έτος: 
2005
Ο Έρνεστ Μίλερ Χέμινγουαίη γεννήθηκε το 1899 στο Oak του Ιλινόις. Από τα παιδικά του χρόνια γνώρισε το πάθος των ταξιδιών που σημάδεψε τη ζωή και το συγγραφικό του έργο. Το 1917 ο Χέμινγουαίη προσλήφθηκε ως ρεπόρτερ στην εφημερίδα Αστέρας του Κάνσας Σίτυ. Τον επόμενο χρόνο δέχτηκε να πάει ως εθελοντής οδηγός ασθενοφόρου στο ιταλικό μέτωπο, όπου πληγώθηκε άσχημα και παρασημοφορήθηκε δύο φορές. Γύρισε στις Η.Π.Α. το 1919 και παντρεύτηκε το 1921. Το 1922 ήταν ανταποκριτής στο ελληνοτουρκικό μέτωπο και δύο χρόνια αργότερα εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία για να αφιερωθεί στη λογοτεχνία. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ανανέωσε τις πρώιμες φιλίες του με αμερικανούς αυτοεξόριστους, όπως τον Έζρα Πάουντ και τη Γερτρούδη Στάιν. Η ενθάρρυνση και το ενδιαφέρον που έδειξαν για τα κείμενά του έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του ύφους του Χέμινγουαίη. Τα δύο πρώτα βιβλία του ήταν οι "Τρεις ιστορίες και δέκα ποιήματα" και το "Στον καιρό μας" (1925). Ευρύτερα, όμως έγινε γνωστός με τη σατιρική νουβέλα "Οι χείμαρροι της άνοιξης" (1926), με την οποία και καθιερώθηκε. Η διεθνής του φήμη επιβεβαιώθηκε με τα επόμενα τρία βιβλία του : "Φιέστα" (1926), "Άντρες χωρίς γυναίκες" (1927) και "Αποχαιρετισμός στα όπλα" (1929). Αναμίχθηκε με πάθος στις ταυρομαχίες, "Θάνατος στο απομεσήμερο" (1932), στο κυνήγι άγριων ζώων στην Αφρική, "Οι πράσινοι λόφοι της Αφρικής" (1935), και στο ψάρεμα στην ανοιχτή θάλασσα, "Ο γέρος και η θάλασσα" (1952). Στο κλασικό μυθιστόρημα "Για ποιον χτυπά η καμπάνα" (1940) καταγράφονται οι εμπειρίες του από την παραμονή του στην Ισπανία κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Το άμεσο και φαινομενικά απλό ύφος της γραφής του δημιούργησε ολόκληρες γενιές μιμητών, χωρίς όμως σημαντικά αποτελέσματα, ενώ η αναγνώριση της θέσης του στην παγκόσμια λογοτεχνία ήλθε το 1954, όταν τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ. Ο Χέμινγουαίη αυτοκτόνησε το 1961 στο Αϊντάχο.

Σ' αυτό το γεμάτο λυρισμό και πάθος χρονικό, ο Χέμινγουεϊ περιγράφει στιγμές και συναισθήματα από ένα αλησμόνητο σαφάρι που έζησε το Δεκέμβριο του 1933 στις αχανείς εκτάσεις της Ανατολικής Αφρικής μαζί με τη δεύτερη γυναίκα του, Πωλίν Φάιφερ. Μέσα από πραγματικές ταξιδιωτικές εντυπώσεις, που διανθίζει με στοιχεία μυθιστορήματος (ο ίδιος μάλιστα αποκάλεσε το βιβλίο του «μυθιστόρημα βασισμένο σε πραγματικά πρόσωπα και σε πραγματικά γεγονότα»), ο Χέμινγουεϊ μοιράζεται μαζί μας όσα τον δίδαξε αυτή του η εμπειρία για την Αφρική αλλά και για τον ίδιο του τον εαυτό. Πάντα εγωκεντρικός, βρίσκει στο κυνήγι των άγριων ζώων το ιδανικό περιβάλλον για να διαδηλώσει την ανταγωνιστικότητά του, να αποδείξει ότι είναι ο πιο άξιος σκοπευτής, ο ικανότερος κυνηγός. Περιγράφει με τρόπο συγκλονιστικό τα τοπία, τους ιθαγενείς, τους κυνηγούς, αλλά πάνω απ' όλα τα μεγάλα θηράματα, τη γοητεία του κυνηγιού τους, την αγριότητα της θανάτωσής τους. Ωστόσο, βρίσκει την ευκαιρία να μοιραστεί με τους συντρόφους του τις σκέψεις του για τη ζωή, τον πόλεμο, τη μοίρα, τη λογοτεχνία, κι έτσι κάποια στιγμή το κυνήγι παύει να είναι αυτοσκοπός και λειτουργεί ως μέσο για μια βαθιά εσωτερική αναζήτηση.