Η ποιήτρια-μεταφράστρια Μαρία Τοπάλη και το νέο της βιβλίο "Ρέκβιεμ για μια εφηβεία" - Nakasbookhouse.gr Skip to main content
27-06-2017

Η ποιήτρια-μεταφράστρια Μαρία Τοπάλη και το νέο της βιβλίο "Ρέκβιεμ για μια εφηβεία"

 Η Μαρία Τοπάλη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1964. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της στη Γερμανική Σχολή Θεσσαλονίκης και σπούδασε νομικά στην Αθήνα και τη Φρανκφούρτη, όπου εκπόνησε τη διδακτορική διατριβή της στο διεθνές και συγκριτικό δίκαιο περιβάλλοντος, υποστηριζόμενη από 3ετή υποτροφία του Ιδρύματος Daimler Benz. Γνωρίζει γερμανικά, γαλλικά και αγγλικά. Ζει στην Αθήνα, εργάζεται στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) και έχει δυο παιδιά.
Δημοσιεύσεις
Γράφει βιβλιοκριτικές για την «Καθημερινή της Κυριακής» (από το 2010) και για το σαββατιάτικο ένθετο πολιτισμού της ίδιας εφημερίδας. Υπήρξε τακτική συνεργάτης του περιοδικού «Ποίηση», όπου δημοσίευε ποιήματα, μεταφράσεις και κριτικές από το 1996 και συνέχισε τη συνεργασία με το διάδοχο έντυπο, την «Ποιητική», του οποίου είναι μέλος της Συντακτικής Επιτροπής. Πρόσφατα (Χειμώνας 2015) επιμελήθηκε το αφιέρωμα του εντύπου στη Μαρίνα Τσβετάγεβα. Δημοσιεύει επίσης κείμενα και ποιήματα τακτικά στο Φάρμακο [φρμκ] και σποραδικά σε άλλα έντυπα.
Η πρώτη ποιητική συλλογή της ήταν το «Σερβίτσιο Τσαγιού» (Νεφέλη, 1999) και ακολούθησε το «Λονδίνο και άλλα ποιήματα» (Νεφέλη, 2006). Το τελευταίο συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα των βραβεύσεων του «Διαβάζω». Τελευταία ποιητική συλλογή της είναι το Βερμίου Κατάβαση (Πατάκης, 2010). Μεσολάβησε, από κοινού με τον Κωνσταντίνο Ματσούκα, το υβριδικό «Για Τέσσερα Χέρια», γραμμένο δι’ αλληλογραφίας μέσω email (Γαβριηλίδης, 2013) ενώ το θεατρικό της μιούζικαλ Ο χορός της Μεσαίας Τάξης (Οκτώ, 2012) αποτέλεσε τη βάση για την παράσταση Νέα Ελλάδα-The Making of, που παίχθηκε στα 48α «Δημήτρια», στην 4η αθηναϊκή «Μπιενάλε» και στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν (2014) σε μουσική Χαράλαμπου Γωγιού και σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ευκλείδη. Η τελευταία δημοσίευσή της είναι το τυπωμένο σε μονόφυλλο σπονδυλωτό ποίημα-ορατόριο Οι Λέξεις μου (Νεφέλη, 2015). Έχει τιμηθεί με το Βαλκανικό Βραβείο Ποίησης του Φεστιβάλ της Βραΐλας (2011).
Μεταφράζει ποίηση από τα γερμανικά, και έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, τις Ελεγείες του Ντουίνο του Ράινερ Μαρία Ρίλκε (Πατάκης, 2011). Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ρουμανικά και σλοβενικά.
Το ποίημα «Τα καινούρια ρούχα του βασιλιά» δημοσιεύθηκε στο τεύχος 11 (2013) του περιοδικού «Ποιητική» και, σε μετάφραση και επιμέλεια Θοδωρή Χιώτη, στην αγγλική έκδοση Futures. Poetry of the greek crisis (Penned in the Margins, 2015). Με βάση το ποίημα αυτό θα παρουσιαστεί εφηβική «όπερα εν κινήσει» στο Φεστιβάλ Αθηνών 2017, σε συνεργασία με την Ομάδας Λυρικού Θεάτρου «Ραφή».
Από τις εκδόσεις Οκτώ κυκλοφόρησε πρόσφατα (Ιούνιος 2017) το δραματικό ποίημα «Ρέκβιεμ για μια εφηβεία».

Ποιητικός ο λόγος και η γραφή σας ακόμα κι όταν δεν γράφετε ποιήματα. Ποιο είναι το γραπτό είδος που με αυτό προτιμάτε να εκφράζεστε περισσότερο;
Δεν ξέρω αν είναι “ποιητικός” ο λόγος μου, κάτι που, έτσι κι αλλιώς, δύσκολα μπορεί να οριστεί και να εξηγηθεί με σαφήνεια. Τον εαυτό μου τον βλέπω προπάντων ως “γραφιά”. Ναι μεν η ποίηση είναι αυτή που, σε τελευταία ανάλυση, πάντοτε με κερδίζει, και είναι η φιλοδοξία μου, αλλά επιχειρώ να υπηρετήσω πολλά είδη παράλληλα: μετάφραση, κριτική, κείμενα για μουσικό θέατρο, αφηγήσεις σε πρόζα. Παρά τις διαφορές τους, νομίζω πως η ρίζα της γραφής μέσα μου είναι ενιαία. Όμως πιο κοντινά βρίσκω ότι είναι μεταξύ τους η ποίηση και το μουσικό θέατρο. Σχεδόν αδιαχώριστα.   

Σχεδόν καθημερινά δημοσιεύετε κείμενα κριτικής για βιβλία. Πόσο αντικειμενική μπορείτε να είστε κατά τη διαδικασία αυτή και ποια είναι τα κριτήρια στα οποία βασίζεστε;
Η αλήθεια είναι ότι δεν δημοσιεύω καθημερινά αλλά, αντιθέτως, αρκετά αραιά. Δεν βιοπορίζομαι από το γράψιμο και την κριτική, έχω άλλο επάγγελμα. Αυτό σημαίνει ότι το γράψιμο -εν προκειμένω η κριτική- είναι πάντοτε μια πολυτελής, παράλληλη απασχόληση. Δημοσιεύω αραιά στην Καθημερινή, δυο-τρεις φορές τον χρόνο στην Ποιητική και καμιά φορά στο Φάρμακο. Έτσι, δίνω όσο περισσότερο χρόνο μπορώ στα βιβλία. Ο χρόνος, η αργή, προσεχτική ανάγνωση, η επανάληψη, είναι μέσα για να κερδηθεί, κατά το δυνατόν, μια πιο αντικειμενική, πιο πλήρης, καλύτερα, οπτική. Ωστόσο, δεν πρέπει να έχουμε την αυταπάτη ότι ο κριτικός είναι “αντικειμενικός”. Και δεν νομίζω ότι πρέπει να είναι. Ο κριτικός οφείλει, αντιθέτως, να είναι όσο γίνεται πιο υποκειμενικός όντας ταυτόχρονα οξύς και καλλιεργημένος. Τα κριτήρια είναι επίσης υποκειμενικά αλλά οφείλουν να δηλώνονται και να εξηγούνται. Εμένα, πχ, μου αρέσουν τα μεγάλα αφηγηματικά ποιήματα. Βαριέμαι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τρομερά την ερωτική ποίηση. Στο μυθιστόρημα, εκστασιάζομαι με τον πληροφοριακό/περιηγητικό καταιγισμό α λα Ιούλιος Βερν. Δεν είναι υποχρεωμένος να τα συμμεριστεί αυτά ο αναγνώστης. Αλλά μπορεί να του φανώ χρήσιμη ανοίγοντας τα χαρτιά μου και τεκμηριώνοντας τη γνώμη μου.  

Το βιβλίο στην Ελλάδα. Η κρίση έχει επηρεάσει το ποσοστό αναγνωστών στη χώρα μας;
Δεν είμαι κατάλληλη να απαντήσω την ερώτηση αυτή. Αλλά θα ήμουν πανευτυχής αν ένας εθνικός φορέας για το βιβλίο ασχολούνταν με το να μας προμηθεύει με αυτά τα “πεζά” νούμερα. Δυστυχώς, προτιμούσαμε και στο παρελθόν και τώρα, να οργανώνουμε φιέστες και πανηγύρια, παλαιότερα με πολλά χρήματα, σήμερα με λιγότερα, περιφρονούμε όμως διαχρονικά τις τόσο πολύτιμες έρευνες και τα στοιχεία. Με συνέπεια, όταν πάμε κατόπιν να συζητήσουμε θέματα όπως μια εθνική πολιτική για το βιβλίο, να συζητάμε δίχως τεκμηρίωση. Με βάση “εντυπώσεις”.

Πείτε μας δυο λόγια για το νέο σας βιβλίο Ρέκβιεμ για μια εφηβεία, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οκτώ.
Το Ρέκβιεμ είναι η συνέχεια των προσπαθειών που εγκαινίασα με το “Ο Χορός της Μεσαίας Τάξης”, που κυκλοφόρησε επίσης από τις εκδόσεις Οκτώ το 2012. Μπορεί να ιδωθεί ως ποίημα που “σπάει” σε πολλές φωνές, έτσι τουλάχιστον ξεκινά μέσα μου. Υπάρχουν ποιήματα που, μολονότι έχουν αφετηρία την ατομική εμπειρία, το νιώθεις γρήγορα πως εκφέρονται από περισσότερα στόματα σε έναν τόνο γενικευτικό. Δεν είναι μονοφωνικά αλλά πολυφωνικά. Τόσο ο “Χορός” όσο και το “Ρέκβιεμ” ξεκίνησαν ως μεγάλα πολυφωνικά τραγούδια. Από έναν βαθμό και πάνω, η πολυφωνία αυτή δεν μπορούσε πλέον να χωρέσει στα όρια της ποιητικής φόρμας και απλώνεται σε περισότερα πρόσωπα και σε έναν χώρο που μπορεί να θεωρηθεί “σκηνή”. Η δράση, όμως, παραμένει υποτυπώδης. Το “Ρέκβιεμ” έχει θέμα τον έρωτα στα χρόνια της εφηβείας, όταν μπορεί ακόμα να προσλάβει τις διαστάσεις του απόλυτου βιώματος, με τον τρόπο που ζει τα πράγματα ένα παιδί. Φυσικά, αυτό έχει ημερομηνία λήξης. Ακολουθεί όλη αυτή η θητεία στην πραγματικότητα, που είναι η ενηλικίωση. Τί απομένει από τις βιολογικές ζωές, τί από τα παθήματα των ψυχών; Για να το πούμε πιο σωστά: τί απομένει ζωντανό; Στον ρομαντισμό -κι εδώ χρησιμοποιώ το αρχετυπικό ρομαντικό ζεύγος Τριστάνος και Ιζόλδη- ο έρωτας είναι ταυτόχρονα φονιάς. Σήμερα, αυτή η διάσταση παραμένει, οπωσδήποτε, ενεργή, αλλά η οπτική μας είναι πιο σύνθετη, ενώ υπάρχει πια δυναμικά στο προσκήνιο και η οπτική του φύλου. Αυτά και άλλα με απασχολούν στο “Ρέκβιεμ”.  

Πού μπορούμε να σας συναντήσουμε;
Το καλύτερο μέρος για να συναντήσει κανείς τον γραφιά είναι τα κείμενά του. Ωστόσο, είμαι πολύ συνδεδεμένη με την Αθήνα, ιδιαίτερα με το κέντρο αλλά και με τις εξοχές της. Η Αθήνα είναι η επιλογή της καρδιάς μου. Τη ζω και την περπατώ όσο μπορώ, με τα πόδια. Τη θαυμάζω, αυτήν και τους ανθρώπους της, για τις τρομερές αντοχές και την επιμονή τους. Και, φυσικά, επισκέπτομαι όσο συχνότερα μπορώ τα βιβλιοπωλεία - τα καλά βιβλιοπωλεία είναι αναπόσπαστος και αναντικατάστατος κρίκος στην αλυσίδα του βιβλίου (ισχύει εξίσου στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη), μολονότι πολλές ανοησίες ακούμε κατά καιρούς για το θέμα αυτό. Και μερικά καφενεία του κέντρου: αγαπώ τα καφενεία, τις στοές, τα πάρκα, αγαπώ ακόμη και τα ανύπαρκτα αθηναϊκά πεζοδρόμια. Και, φυσικά, αγαπώ τη γειτονιά μου, του Γουδή, που είναι μια επαρχιακή κωμόπολη-μέσα-στην-πόλη.

 

Το βιβλίο: http://www.nakasbookhouse.gr/logotehnia/rekviem-gia-mia-efiveia